κροσσοί

κροσσοί
κροσσόω
pres subj mp 2nd sg
κροσσόω
pres ind mp 2nd sg
κροσσόω
pres subj act 3rd sg
κροσσοί
tassels
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κροσσούς — κροσσοί tassels masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • κροσσός — ο (Α κροσσός) κρόσσι νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. οι κροσσοί μικροσκοπικά διεγέρσιμα και συσταλτά νημάτια που φέρουν κύτταρα τού επιθηλίου τών αναπνευστικών οδών και άλλων ιστών τού σώματος τών σπονδυλοζώων στην επιφάνειά τους η οποία βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Кроссандра — ? Кроссандра …   Википедия

  • άκροσσος — ἄκροσσος ον (Α) [κροσσοί] αυτός που δεν έχει κρόσσια …   Dictionary of Greek

  • διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία …   Dictionary of Greek

  • κροσσοπτερύγιοι — (crossopterygii). Υφομοταξία τελεόστεων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει τόσο απολιθωμένες όσο και σύγχρονες μορφές. Η εμφάνιση αυτών των ζώων, που φέρουν οστέινο σκελετό, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του σιλουρίου (πριν από περίπου 420 εκατ. χρόνια)· η …   Dictionary of Greek

  • κρόσσιον — και κρόσσοφθον, τὸ (Α) [κροσσοί] το φυτό λεοντοπόδιο …   Dictionary of Greek

  • πολύκροσσος — ον, Μ αυτός που έχει πολλά κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροσσος (< κροσσοί «κρόσσια»), πρβλ. δί κροσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”